- υμνητής
- οθηλ. -ήτρια αυτός που υμνεί, που ψάλλει επαίνους, ο εγκωμιαστής: Υμνητής του κυβερνητικού έργου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑμνητής — one who sings of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνητής — ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, ίδος, Α 1. αυτός που ψάλλει ύμνους 2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ τρια] … Dictionary of Greek
ὑμνηταί — ὑμνητής one who sings of masc nom/voc pl ὑμνητός sung of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητήν — ὑμνητής one who sings of masc acc sg (attic epic ionic) ὑμνητός sung of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητῶν — ὑμνητής one who sings of masc gen pl ὑμνητός sung of fem gen pl ὑμνητός sung of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητάς — ὑμνητά̱ς , ὑμνητής one who sings of masc acc pl ὑμνητά̱ς , ὑμνητής one who sings of masc nom sg (epic doric aeolic) ὑμνητά̱ς , ὑμνητός sung of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргирос, Умвертос — Художник Умвертос Аргирос , портрет работы художника Николаоса Литраса. Умвертос Аргирос (греч. Ουμβέρτος Αργυρός ,Кавала (город), 1882 Афины … Википедия
αινετής — αἰνετὴς και αἰνέτης, ο (Α) [αἰνῶ] υμνητής, εγκωμιαστής … Dictionary of Greek
δοξαστής — ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ) υμνητής, εγκωμιαστής νεοελλ. αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου αρχ. 1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία 2. πληθ. δοξασταί οι δικαστές … Dictionary of Greek
ηρωιστής — ἡρωϊστής και ἡροϊστής, ἡρωειστής, ἡρωϊαστής, ἡρῳαστής, ἡρωστής, ό (Α) [ηρωίζω] λάτρης ή υμνητής νεκρού ήρωα … Dictionary of Greek